- αντρογυνοχωριστής
- οθηλ. -ίστρα αυτός (αυτή) που σπέρνει ζιζάνια ανάμεσα στ' αντρόγυνα για να χωρίζουν: Στο χωριό ήταν γνωστή ως αντρογυνοχωρίστρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.